Κυριακή 12 Μαΐου 2024

ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ, που έφυγε από τη ζωή λίγο πριν από το Πάσχα, ήταν ένας κορυφαίος τραγουδιστής της ελληνικής ποπ και του ροκ – μέλος των Blue Birds, των Idols και άλλων συγκροτημάτων, είχε ερμηνεύσει μεγάλες επιτυχίες

Αυτό το Πάσχα (5 Μαΐου) σημαδεύτηκε από το χαμό του μπασίστα, κιθαρίστα και τραγουδιστή των Socrates Αντώνη Τουρκογιώργη. Όμως, την ίδια μέρα θα μαθαίναμε και για τον θάνατο ενός ακόμη μεγάλου τραγουδιστή της ελληνικής ποπ και του ροκ, του Γιώργου Πετρίδη.
Υπάρχουν αρκετοί που πιστεύουν πως ο Πετρίδης δεν ήταν απλώς ένας από τους πρώτους πολύ σπουδαίους τραγουδιστές της ελληνικής ποπ, αλλά ταυτοχρόνως και ένας από τους μεγαλύτερους. Και δεν έχουν άδικο, υπό την έννοια πως ο Πετρίδης είχε κάνει «όνομα» πριν ακόμη και από τον Ντέμη Ρούσσο και σχεδόν ταυτόχρονα με τον Τάσο Παπασταμάτη.
Ο Γιώργιος Πετρίδης (στο κέντρο) με τους Idols
Τον Πετρίδη τον συναντάμε κατά πρώτον στους
Blue Birds, ένα νεανικό συγκρότημα από τον Πειραιά, το οποίο τον Οκτώβριο του 1965 κυκλοφορεί το δεύτερο 45άρι του με το φοβερό γκαράζ τραγούδι “Julie” (σύνθεση του Σωκράτη Αρδαβάνη). Το τραγούδι χρωστούσε πολλά στην ερμηνεία του Πετρίδη, με τα πολύ καλά για την εποχή αγγλικά, που με την πληθωρική φωνή του (αν και πιτσιρικάς ακόμη, μαθητής Γυμνασίου) δημιουργεί ένα από τα πρώτα σπουδαία τραγούδια της (αγγλόφωνης) ελληνικής ποπ.
Φυσικά θα έλεγε και άλλα ωραία τραγούδια με τους Blue Birds ο Πετρίδης, όπως τα “Just remember”, “Sweet Polly”, “Fancy”, “Waiting” (στα περισσότερα ήταν συνδημιουργός), ενώ θα ξέσκιζε και το “Out of time” των Rolling Stones, δίνοντας, για μιαν ακόμη φορά, μία υπέροχη ερμηνεία.
Αυτά όλα έως τον Φλεβάρη του 1967, γιατί εκείνον τον μήνα ο Πετρίδης θα αφήσει τους Blue Birds, για τους We Five, παίρνοντας τη θέση του Ντέμη Ρούσσου. Μάλιστα, οι We Five, με τον Πετρίδη ως τραγουδιστή, θα βρίσκονταν και στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στις 17 Απριλίου 1967, παίζοντας σαπόρτ (μαζί με άλλους) στο live των Rolling Stones.
Μέσα στο 1967, και πάντως μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, ο Πετρίδης θα περνούσε ακόμη από τους Σέττε Αμίτσι και τους Charms, για ένα φεγγάρι –πιθανώς να εμφανίστηκε με τους Σέττε Αμίτσι πριν πάει στους We Five και με τους Charms αφότου έφυγε από ’κείνους–, πριν καταλήξει στους Idols, τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς. Και θα ήταν οι Idols το γκρουπ, μέσω του οποίου θα απογείωνε τη φήμη του ως τραγουδιστής, καθώς τα τρία 45άρια τους από το 1968, θα ήταν όλα επιτυχημένα. Τα δισκάκια αυτά ήταν τα:
1. You only live twice / I see the light – Pan-Vox PAN 6100 – 1968
2. Το τελευταίο μας πάρτυ (The last waltz) / Ξαφνικά μαγαπάς (Suddenly you love me) – Pan-Vox PAN 6105 – 1968
3. Τρικυμία στην καρδιά μου (La tempesta) / Να σε δω ξανά (The days go by) – Pan-Vox PAN 6128 – 1968
Οι επιτυχίες αναγνωρίζονται αμέσως. Λέμε για τα: «Το τελευταίο μας πάρτυ», διασκευή στο “The last waltz” (1967) που είχε πει ο Engelbert Humperdinck, «Ξαφνικά μ’ αγαπάς», διασκευή στο “Suddenly you love me” (που είχαν πει ο Ιταλός Riccardo Del Turco, οι Βρετανοί Tremeloes και ο Γαλλο-αμερικανός Joe Dassin) και βεβαίως για το «Τρικυμία στην καρδιά μου», δηλαδή τη διασκευή τους στο “La tempesta” του Βραζιλιάνου Roberto Carlos.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/o-giorgos-petridis-itan-enas-koryfaios-tragoydistis-tis-ellinikis-pop-kai-toy-rok

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ o κιθαρίστας των A Priori σε τρία προσωπικά άλμπουμ του

Κιθαρίστας από τη Θεσσαλονίκη και ιδρυτικό μέλος των A Priori (συμμετείχε στο γκρουπ από το 1976 έως το 1984 και άρα δεν εμφανίζεται στον μοναδικό δίσκο τους από το 1986), ο Δημήτρης Παναγιωτίδης τύπωσε μόνος του, εσχάτως, τρία CD, που συνοψίζουν τη δουλειά του (ως συνθέτης, κιθαρίστας κ.λπ.). Οι τίτλοι τους:
1. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ: Twilight [DP, 2024]
2. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ: Second Chance [DP, 2024]
3. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ: Οξύμωρον [DP, 2024]
Το πρώτο απ’ αυτά τα CD αποκαλείται “Twilight” και περιλαμβάνει έντεκα πρωτότυπες συνθέσεις βασικά και επί της ουσίας ορχηστρικές. Λέμε «βασικά και επί της ουσίας», επειδή κάπου-κάπου φθάνουν στ’ αυτιά σου και ορισμένες φωνές. Γράφει κάπου ο Παναγιωτίδης: «Μια συλλογή κομματιών, που, όπως ίσως είναι φανερό από τον τίτλο, αποτελεί την έκφραση μέσω της μουσικής των σκέψεων και συναισθημάτων που σε επισκέπτονται την ώρα του λυκόφωτος και γράφτηκαν σε ανάλογο ύφος μεταξύ 2022-23...». Άρα, εδώ έχουμε να κάνουμε με το πιο πρόσφατο συνθετικό υλικό του Παναγιωτίδη, που έχει αποτυπωθεί και ολοκληρωθεί, από τον ίδιο, σε κάθε διαδρομή του (από την σύλληψη έως και την υλοποίηση).
Στο δεύτερο CD, το “Second”, διαβάζουμε: «Ένα σύνολο από μουσικές συνθέσεις μου, που γεννήθηκαν μέσα στην αβεβαιότητα της περιόδου των lockdown, μεταξύ 2020-21». Συνεπώς εδώ έχουμε ένα λίγο παλαιότερο υλικό και πάλι διεκπεραιωμένο από τον ίδιο τον συνθέτη στον απόλυτο βαθμό.
Τέλος, στο τρίτο CD, το «Οξύμωρον», διαβάζουμε: «Δέκα συνθέσεις της περιόδου 2009-19, μετά από σχεδόν μια 25ετή απουσία από ενεργές μουσικές δραστηριότητες». Άρα εδώ καταγράφονται οι παλαιότερες συνθέσεις του Παναγιωτίδη, με τον ίδιο να χειρίζεται, όπως και στα προηγούμενα δύο άλμπουμ, όλα τα όργανα της ηχογράφησης.
Και τα τρία CD δεν έχουν συγκεκριμένο ύφος, καθώς αποτελούνται από μια σειρά από tracks, ενδιαφέροντα οπωσδήποτε, αλλά διαφορετικά μεταξύ τους, που πέφτουν το ένα μετά το άλλο, χωρίς κάποια σειρά, χωρίς ένα κόνσεπτ.
Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη του Δ. Παναγιωτίδη να καταγράψει και να προωθήσει τη δουλειά του μετά από τόσα χρόνια, αλλά ο τρόπος που το κάνει δεν είναι ο αποδοτικότερος – και είναι κρίμα, γιατί και στα τρία CD υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια.
Κατ’ αρχάς τα tracks από CD σε CD δύσκολα ξεχωρίζουν επειδή είναι γραμμένα το ίδιο πάνω-κάτω διάστημα, με τα ίδια μηχανήματα, λογισμικά, όργανα κ.λπ. Είναι δηλαδή κάπως σαν να έχουμε ένα DVD-ήχου διάρκειας τριών ωρών. Σίγουρα μέσα απ’ αυτές τις τρεις ώρες θα μπορούσε να είχε προκύψει ένα μόνο CD, πολύ συγκεκριμένου ύφους, που να άγγιζε το «τέλειο», όμως τον Δ. Παναγιωτίδη δεν φαίνεται να τον ενδιέφερε τόσο αυτό, όσο το να αθροίσει τις συνθέσεις του, παλαιότερες και πιο καινούριες, σε όλες τις διαστάσεις τους.
Έτσι στο πρώτο CD, το “Twilight” μπορείς να συναντήσεις από synth music, groovy jazz, με ήχους hammond, φωνές, latin και ethnic αποχρώσεις (ήχους ακορντεόν), μέχρι smooth jazz με κιθάρες (αν και, πολλάκις, η δουλειά γίνεται στα πλήκτρα), electro-jazz, κιθαριστικό new age, progressive rock, funk, fusion κ.λπ. Όλα καλοπαιγμένα, από έναν μουσικό που έχει υπ’ όψη του όλο το φάσμα της ενοργάνωσης-ηχογράφησης-παραγωγής.

Στο δεύτερο CD, το “Second Chance”, το πράγμα, όπως είπαμε, δεν αλλάζει. Υπάρχει fusion, κομμάτια αργά, με έμφαση στη μελωδία, μα και πιο γρήγορα rock, συνεργασίες πλήκτρων και κιθαρών, keyboard jazz, πάντα ωραίες κιθαριστικές φρασεολογίες, κομμάτια μέσα στα οποία ανιχνεύονται ακόμη και bluesy στοιχεία, σκληρές κιθάρες με εφφέ, κομμάτια που μοιάζουν κάπως με acoustic (χωρίς στην πράξη να είναι, καθότι η ηλεκτρική κιθάρα είναι εκείνη που κυριαρχεί), funk βεβαίως κ.λπ.
Τα ίδια χοντρικά συμβαίνουν, από πλευράς ύφους και στο τρίτο CD του Δημήτρη Παναγιωτίδη, το «Οξύμωρον»... οπότε κλείνει κάπως ο κύκλος αυτών των δουλειών και κομματιών, εντός των οποίων εμφιλοχωρεί άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο η αυτοσχεδιαστική διάθεση – καθώς, όπως σημειώνει και ο ίδιος ο δημιουργός τους, «η μουσική δεν έχει νόημα χωρίς αυτοσχεδιασμό».
Το ενδιαφέρον του υλικού, που μας παρουσιάζει εδώ ο Δ. Παναγιωτίδης είναι δεδομένο. Για τα υπόλοιπα, δηλαδή για το πώς θα άξιζε αυτό να παρουσιαστεί, τα είπαμε και πιο πάνω...
Επαφή: https://www.facebook.com/dimitris.panagiotidis.167

Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

SRDJAN IVANOVIĆ μια μείξη από jazz, balkan jazz και rock στο νέο άλμπουμ του

Όπως έχουμε ξαναγράψει ο ντράμερ και συνθέτης Srdjan Ivanović, είναι γεννημένος στην παλαιά Γιουγκοσλαβία και ήρθε στην Ελλάδα, από το Σαράγεβο, μετά το ξέσπασμα του πολέμου, το 1992. Σήμερα, μπορεί να έχει μετακομίσει στη Γαλλία, αλλά η παρουσία του στην Ελλάδα δεν πέρασε απαρατήρητη (από μουσικής πλευράς), καθώς ο Ivanović ανακατεύτηκε με την εγχώρια τζαζ σκηνή, συμπράττοντας βασικά με τον τρομπετίστα Ανδρέα Πολυζωγόπουλο. Ivanovic και Πολυζωγόπουλος συναντήθηκαν π.χ., πέρα από τις σκηνές, στο άλμπουμ τού δευτέρου “Heart of the Sun / The Music of Pink Floyd” [Puzzlemusik, 2013], με τους δύο μουσικούς να αποτελούν μέλη και του BlazinQuartet – μιας ομάδας, που έχει τέσσερα άλμπουμ στην κατοχή της (“Finding a Way”, “Jalkan Bazz”, “La Mer, La Pierre, La Terre, L'oiseau”, “Sleeping Beauty”).
Το πιο νέο άλμπουμ του Srdjan Ivanović αποκαλείται Modular [Rue Des Balkans, 2023], είναι ηχογραφημένο σ’ ένα στούντιο του Meudon (προάστιο του Παρισιού), περιέχει εννέα tracks (επτά πρωτότυπα και δύο versions στα κλασικά τραγούδια “Sous le ciel de Paris”, που είχε τραγουδήσει στα 50s η Juliette Greco και “While my guitar gently weeps” του George Harrison), ενώ ακούγονται σ’ αυτά οι: Manu Godjia κιθάρες, Yoni Zelnik κοντραμπάσο, Srdjan Ivanović ντραμς, κρουστά, Olivier Laisney τρομπέτα, Ludivine Issambourg φλάουτο, Magic Malik φλάουτο και Christophe Panzani τενόρο σαξόφωνο.
Το άκουσμα δεν μπορείς να το προσδιορίσεις με μια-δυο λέξεις, αν και εκείνο που έχει σημασία είναι πως, χοντρικά, είναι καταπληκτικό! Η μπάντα εννοούμε του ντράμερ Ivanović είναι καταπληκτική, καθώς οι σπουδαίοι μουσικοί που την αποτελούν δεν έχουν, απλώς, έναν δεμένο ήχο, με δυνατό feeling, αλλά και την ικανότητα να κινούνται σε όλη την γκάμα του fusion, ανακατεύοντας jazz, balkan jazz, rock γενικότερα και progressive rock ειδικότερα και γιατί όχι ελληνικές επιρροές κάπου εκεί ανάμεσα, αν κρίνουμε από tracks σαν το “Sweet home Lagkada”, που είναι χάρμα ώτων, όπως και όλα τα κομμάτια, το ένα μετά το άλλο, αυτού του πρώτης τάξεως δίσκου, που έχει τον τρόπο να σε συνεπαίρνει. 
Φοβερά τα “Kapetan Mihalis”, “Fee fee”, “Résistance” και “Le jongleur”, με όλα τα υπόλοιπα να κινούνται στο ίδιο σχεδόν υψηλό επίπεδο.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2024

JASON ROBINSON o καλιφορνέζος σαξοφωνίστας της jazz στο νέο άλμπουμ του

Ο καλιφορνέζος σαξοφωνίστας (τενόρο, σοπράνο) και φλαουτίστας (άλτο) Jason Robinson μας έχει απασχολήσει παλαιότερα στο Δισκορυχείον, καθώς έχουμε γράψει reviews για τα άλμπουμ του Tiresian Symmetry” [Cuneiform, 2012], “Cerberus Reigning” [Accretions, 2010], “The Two Faces of Janus” [Cuneiform, 2010] και “Cerulean Landscape” [Clean Feed, 2010].
Ο Robinson είναι ένας δημιουργικός jazzman, με μεγάλη ιστορία και συμμετοχές σε διάφορους σχηματισμούς, που έχει πάντα τον τρόπο να κάνει ενδιαφέρουσα μουσική – συχνά και με κάποιο concept. Έτσι, σ’ αυτό το πρώτο μέρος των Ancestral Numbers [Playscape Recordings, 2024] (το δεύτερο μέρος θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο), ο Robinson εμπνέεται από το οικογενειακό δέντρο του, το οποίον βλέπουμε αποτυπωμένο, σαν σχέδιο, στο μέσα μέρος του triple-folded digipak.
Ιστορίες λοιπόν, οι οποίες αφορούν γιαγιάδες, προ-προπαππούδες και διαφόρους άλλους συγγενείς τού αμερικανού μουσικού καταγράφονται εδώ, από ηχητικής πλευράς φυσικά, με τη βοήθεια μιας ομάδας συνεργατών του – που δεν είναι βεβαίως τυχαίοι.
Το κουιντέτο λοιπόν, το οποίο παρουσιάζεται στο “Ancestral Numbers Ι” αποτελείται εκ των: Jason Robinson τενόρο, σοπράνο σαξόφωνο, άλτο φλάουτο, Michael Dessen τρομπόνι, Joshua White πιάνο, Drew Gress μπάσο και Ches Smith ντραμς, glockenspiel. Όλα τα ονόματα είναι αρκετά γνωστά έως και πασίγνωστα στους φίλους της σύγχρονης αμερικάνικης jazz, κάτι που σημαίνει πως εδώ έχουμε μια μάζωξη μερικών πρώτης τάξεως και εγνωσμένης αξίας οργανοπαικτών, οι αρετές των οποίων φαίνονται σε όλα τα κομμάτια.
Απαιτητική jazz λοιπόν, εντός της οποίας απλώνεται όλη η bop και μετά-bop παράδοση, μέσα από tracks μέσης προς μεγάλης διάρκειας (χοντρικά από 5λεπτα έως 14λεπτα), συχνά με κολτρεϊνικές μελωδίες και παιξίματα, που ανακαλούν τον τρανό master, με μελωδίες που στριφογυρνούν συνεχώς γύρω από κάποια νοητά κέντρα ισορροπίας, προσφέροντας πλέρια ευχαρίστηση. Εντάξει το τενόρο συχνά είναι εκείνο που πρωταγωνιστεί, αλλά ο Robinson αφήνει πολλά περιθώρια και στους συμπαίκτες τους να παίξουν «μόνοι τους», χωρίς εκείνον, αναλαμβάνοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους – όπως ο μπασίστας Gress στο 8λεπτο “Vestibule”, ένα από τα ωραιότερα κομμάτια του CD.
Φυσικά, εδώ, απολαμβάνεις tracks όλων των ειδών. Από πιο εκρηκτικά, σαν το 5λεπτο “Potentiality” για παράδειγμα, έως και εντελώς προχωρημένα, με στοιχεία αυτοσχεδιαστικά, μαζί με ρυθμικές ανατροπές, κατακερματισμένες μελωδίες, σολιστικές καταδείξεις και άλλα διάφορα (όσα τέλος πάντων μπορεί να χωρέσουν σ’ ένα 14λεπτο κομμάτι σαν το “Malachi”).
Επαφή: www.jasonrobinson.com

Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 574

8/5/2024
Δεν θυμάμαι πού και πότε διάβασα για πρώτη φορά για τους Πολωνούς Ossian, ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα του ευρωπαϊκού προχωρημένου folk, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 – από το οποίο είχαν περάσει τέσσερις Έλληνες(!), παιδιά πολιτικών προσφύγων. Ο Σάκης Παπαδημητρίου είχε γράψει στον Ήχο, το 1977, πρώτος μάλλον, για τον Μίλο «Δημήτρη» Κούρτη και τους Maanam, αλλά όχι και για τους Ossian (τουλάχιστον σ’ εκείνο το άρθρο που γνωρίζω). Πάντως δεν νομίζω να έγραψε ποτέ κανείς πληρέστερο άρθρο στην Ελλάδα, για το σπουδαίο αυτό και εντελώς πρωτότυπο πολωνικό συγκρότημα, από εκείνο, που είχα γράψει εγώ τον Οκτώβριο του 2000 στο Jazz & Τζαζ (δυστυχώς δεν το έχω «χτυπημένο», για να το ανεβάσω).
Θεώρησα πως οι Ossian έπρεπε να υπάρχουν, για λόγους που εξηγώ, στη νέα έκδοση του βιβλίου μου «Ραντεβού στο Κύτταρο» και γι’ αυτό τους τιμώ μ’ ένα ξεχωριστό μικρό κεφάλαιο...

7/5/2024
Πολύ ιδιαίτερη περίπτωση αυτός ο άνθρωπος. Αληθινός Δον Κιχώτης...
https://www.youtube.com/watch?v=jY7VPnWLLic

6/5/2024
Μαρίνα Σάττι άκου εδώ πέρα να δεις τι γίνεται...
https://www.youtube.com/watch?v=BAKX4ypi9Ug

6/5/2024
Όταν τα σπάσανε στο Παλαί ντε Σπορ, στη Θεσσαλονίκη, σε συναυλία των Socrates επί χούντας, πιάσανε τον Τουρκογιώργη, επειδή είχε παρακινήσει τον κόσμο να κάνει φασαρία. Όταν τον πήγαν στο τμήμα, λοιπόν, το πρώτο που του είπαν δεν ήταν ούτε για τα μαλλιά του (που φτάνανε κάτω από τους ώμους), ούτε για το ότι έπαιζε ροκ, όπως γράφουν διάφοροι άσχετοι μέσα στα χρόνια (ότι το ροκ ήταν τάχα επικίνδυνο και το κυνηγούσαν). Το γνωστό τροπάρι (λόγια του Τουρκογιώργη είναι αυτά, που του τα είπαν στο τμήμα):
«Σε θυμάμαι εσένα που ήσουνα με τους κομμουνιστές, με τα πανό, κι έλεγες κάτω η χούντα...».
Τρίχες. Αλλά αυτό ήταν το πρόβλημά τους και το μόνο που θα μπορούσε να σου προσάψουν, για να σε φοβερίσουν. Ή ότι ήσουν κομμουνιστής ή ότι σχετιζόσουν με κομμουνιστές. Τίποτ’ άλλο.

6/5/2024
Αυτό το κομμάτι που βλέπετε εδώ, από την Athens Voice, είναι γραμμένο από μένα, και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σ’ ένα άρθρο μου στο LiFO. gr, στις 8 Απριλίου 2024 – πριν από ένα μήνα σχεδόν.
Δεν ξέρω πώς και με ποιο τρόπο κάποιοι το μετέτρεψαν σε δελτίο Τύπου και το μοίρασαν από δω κι από κει (γιατί το έχω δει σε διάφορα σάιτ κ.λπ.), με αφορμή τον θάνατο του Τουρκογιώργη. Εγώ δεν δίνω έγκριση για τίποτα, χωρίς να ερωτηθώ (και αν ερωτηθώ το απολύτως πιθανότερο που θα πω θα είναι «όχι»), αλλά από την άλλη δεν μ’ ενδιαφέρει να ασχοληθώ με κανέναν και για τίποτε. Ας κάνουν ό,τι νομίζουν. Έχω κουραστεί πλέον... Ειλικρινά το λέω...

5/5/2024
Τώρα το βράδυ κυκλοφόρησε η είδηση. Έφυγε από τη ζωή χθες (μαζί με τον Τουρκογιώργη) και ο Γιώργος Πετρίδης, ο τραγουδισταράς των Blue Birds και των Idols (είχε περάσει και από We Five και άλλα γκρουπ). Στις 23 Σεπτ. 2022 είχα γράψει εδώ:
Απόψε συνειδητοποίησα ότι το "Ξαφνικά μ' αγαπάς" το λέει ο Γιώργος Πετρίδης, που έχει πει και το "Julie" των Blue Birds και άλλα διάφορα, και που ίσως ήταν τότε η κορυφαία ελληνική ποπ φωνή...
[στη φωτό στο κέντρο]
[στα τραγούδια, στα σχόλια, τραγουδά ο Γιώργος Πετρίδης]

5/5/2024
Το τι ακριβώς είχε συμβεί με το “On the Wings” των Socrates στην Αμερική το έχω γράψει αναλυτικά και με ακρίβεια. Το λέω γιατί στο δίκτυο διαβάζεις διάφορα κουλά επί του θέματος...
Στο τεύχος της 6ης Ιουλίου 1974 του αμερικάνικου περιοδικού “Billboard”, στη λίστα “Billboard FM Action / Billboard Special Survey for Week Ending 7/6/1974”, με τους καταγραμμένους ραδιοφωνικούς σταθμούς των ΗΠΑ, που συνεργάζονταν με το περιοδικό, και τα άλμπουμ, που διάλεγαν οι DJs ως «δίσκους της εβδομάδας», το LP των Socrates “On the Wings” (που είχε κυκλοφορήσει στις ΗΠΑ, από την εταιρεία Peters International, που την είχε Ελληνοαμερικάνος) θα βρισκόταν στην κορυφή στον ραδιοσταθμό WVVS-FM, της πόλης Valdosta της Georgia (για την συγκεκριμένη εβδομάδα του Ιουλίου). Η είδηση είχε μαθευτεί τότε και στην Ελλάδα και την είχαν αναπαράγει τα «Επίκαιρα», στο τεύχος που θα κυκλοφορούσε την πρώτη εβδομάδα της Μεταπολίτευσης (25-31 Ιουλίου 1974)!
Αντιλαμβάνεστε, τώρα, τη συγκυρία, και κατά πόσο κάτι τέτοια ζητήματα θα μπορούσε να πιάσουν τόπο στην Ελλάδα του δεύτερου μισού του ’74, όταν το ελληνικό ροκ, σαν σκηνή, δυναμικό κ.λπ., ουσιαστικά είχε παύσει να υφίσταται.

5/5/2024
Ταλαιπωρήθηκε πολύ ο Αντώνης Τουρκογιώργης τα τελευταία 14 χρόνια. Αυτός ένας ρόκερ, που το μάσαγε το πάλκο. Μεγάλη αδικία. Ας αναπαυθεί τουλάχιστον, τώρα, εν ειρήνη.
Θυμάμαι πως όταν είχα δει για πρώτη φορά τον Τουρκογιώργη σαν κιθαρίστα (live εννοώ) είχα πάθει μεγάλη πλάκα. Ήταν φοβερός παίκτης – και προφανώς θα έκανε πίσω μόνο γιατί στους Socrates υπήρχε ένας άλλος φοβερότερος.
Οι ροκάδες πενθούν απόψε. Δηλαδή όλοι μας. Καθότι υπήρξαμε και ροκάδες κάπου, κάπως, κάποτε...

4/5/2024
Άννα Παναγιωτοπούλου (εν ειρήνη) σήμαινε βασικά Ελεύθερο Θέατρο και Ελεύθερη Σκηνή.
Εδώ ένα κείμενο, που το έγραψα πέρυσι, για την πρώτη μεγάλη επιτυχία του Ελεύθερου Θεάτρου, το «... Και Συ Χτενίζεσαι», που κλείνει με την Παναγιωτοπούλου να τραγουδά τον «Τροχονόμο» του Λουκιανού Κηλαηδόνη και του Μποστ...
https://www.lifo.gr/culture/theatro/kai-sy-htenizesai-i-istoriki-theatriki-parastasi-toy-eleytheroy-theatroy-apo-1973

3/5/2024
Και όμως ο Καλδάρας έχει γράψει σπουδαιότερο τραγούδι από το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι».
Τεράστιος Κώστας Βίρβος, με την καργιόλα τη λογοκρισία να του τρώει την τελευταία στροφή... «Μοιάζουν τα δικά μου πάθη / σαν τα πάθη του Χριστού / και το πιο πικρό ποτήρι / με κεράσανε παντού». Η καταστροφή που επέφερε η λογοκρισία της δεξιάς στο λαϊκό τραγούδι συγκρίνεται μόνο με τον βομβαρδισμό της Ακρόπολης από το Μοροζίνι.
Πολλές οι εκτελέσεις, αλλά ο τεράστιος Πόλυς το πάει το τραγούδι σε άλλες σφαίρες. Συγκλονιστικό μαύρο, κατάμαυρο άσμα, που κάνει σκόνη όλη τη δισκογραφία των Joy Division και των Bauhaus μαζί.
https://www.youtube.com/watch?v=qZs76HAiFrE

3/5/2024
Θυμάμαι τέτοιες μέρες τον αείμνηστο Γιάννη Στεφανάκο να ανεβάζει εδώ μέσα αυτό το μεγαλείο του Χάλαρη και του Γκάτσου, με την ανατριχιαστική φωνή του Χρύσανθου.
Στη μνήμη των φίλων μας, που πέρασαν από την άλλη μεριά τόσο ξαφνικά και τόσο αναπάντεχα...
https://www.youtube.com/watch?v=y-GqIf8Ferc

o CHRISTOPHER ZUAR και η 19μελής τζαζ ορχήστρα του

Ήταν στα 29 του ο πιανίστας, συνθέτης, ενορχηστρωτής και διευθυντής ορχήστρας Christopher Zuar, όταν είχαμε ασχοληθεί με το ντεμπούτο άλμπουμ του “Musings” (2016), γράφοντας τα καλύτερα λόγια. Και είναι οκτώ χρόνια αργότερα, δηλαδή σήμερα, όταν θα πράξουμε το ίδιο για το πιο νέο CD του, το Exuberance [Tonal Conversations, 2024], που και αυτό περατώνεται από την Christopher Zuar Orchestra, μία 19μελή ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Mike Holober.
Δεκατρείς από τους μουσικούς της ορχήστρας είναι πνευστοί και χειρίζονται «τα πάντα» (σαξόφωνα, φλάουτα, όμποε, κλαρινέτα, τρομπέτες, τρομπόνια), ενώ υπάρχει ακόμη κιθαρίστας, που παίζει επίσης μπάντζο, μαντολίνο και ντόμπρο, και ακόμη πιανίστας, μπασίστας, ντράμερ και percussion player – συν τις έξτρα βοήθειες σε βιολί (Sara Caswell), ντούλτσιμερ, μαντολίνο, κρουστά και φωνή.
Όπως γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, εδώ έχουμε ένα πολυπληθές σύνολο, με απεριόριστες εκφραστικές κα ηχοχρωματικές δυνατότητες, ικανό να κινηθεί σ’ ένα σύστημα μεταιχμίων, συνδυάζοντας επιρροές και αναφορές από διαφορετικά αισθητικά πρότυπα.
Βεβαίως όλες οι συνθέσεις ανήκουν στον Christopher Zuar και είναι έτσι διατυπωμένες, ώστε να αφοπλίζουν τον ακροατή με τις μαγικές ομαδικές και σολιστικές εναλλαγές τους, συνήθως από έναν, δύο ή και τρεις σολίστες, ικανούς να μεταφέρουν βαθιές συναισθηματικές δονήσεις, μέσα από τα απολύτως εμπεριστατωμένα σόλι τους.
Δύο από τα κορυφαία κομμάτια της Christopher Zuar Orchestra βρίσκονται εκεί προς την μέση του CD και αναφερόμαστε στο 10λεπτο “Simple machines” και στο 11λεπτο “Before dawn”. Στο πρώτο, πέρα από τα τρία βασικά σολιστικά όργανα (τενόρο, μαντολίνο, βιολί), έχουμε το hammered dulcimer και τα επιπλέον κρουστά, που σε συνδυασμό με τα rural ηχοχρώματα (μαντολίνο, βιολί), προσδίδουν στη σύνθεση progressive country-jazz χαρακτηριστικά. Απεναντίας στο δεύτερο track ηχοποιείται στην αρχή μία νυχτερινή καταιγίδα, με διαδοχικά σόλι σε ντραμς, ηλεκτρική κιθάρα και άλτο σαξόφωνο στη συνέχεια. Και εδώ το ενδιαφέρον έχει να κάνει με την progressive jazz-rock εξέλιξη της σύνθεσης, βασισμένη πάντα σ’ ένα γερό ρυθμικό τμήμα.
Κάθε τι έχει ενδιαφέρον στο “Exuberance” της Christopher Zuar Orchestra και βεβαίως ενδιαφέρον έχει και το κλείσιμο με το φερώνυμο τραγούδι, σε στίχους της Anne Beal (σύζυγος του Christopher Zuar), και με ερμηνεία από την Emma Frank – τραγούδι, που εκφράζει μια πληθωρική θετική εικόνα για την καθημερινή ζωή.
Ωραίο και με ουσία άλμπουμ, από έναν ακόμη νέο μουσικό, με πολύ μέλλον εμπρός του. Αυτό, εξάλλου, εκφράζουν και τα ωραία λόγια του σπουδαίου Fred Hersch στο ένθετο. 

Τρίτη 7 Μαΐου 2024

BRUNO RÅBERG TENTET τζαζ και με ελληνικές αναφορές

Ο Bruno Råberg είναι ένας σουηδός κοντραμπασίστας, γεννημένος το 1954, που είναι εγκατεστημένος εδώ και χρόνια στην Αμερική. Μουσικός με μεγάλο παρελθόν, καθώς στο μέσο της δεκαετίας του ’70 ήταν μέλος της μπάντας του τρομπονίστα Eje Thelin, ο Råberg τα πιο πρόσφατα χρόνια εμφανίζεται με διάφορα πρότζεκτ, είτε σόλο, όπως ήταν το “Look Inside / Solo Bass” [OrbisMusic, 2022], για το οποίο υπάρχει review στο blog, είτε σε σχήματα τρίο, κουαρτέτα κ.λπ. Εδώ, όμως, θα σπάσει και αυτή την παράδοση ο σουηδός μουσικός, καθώς στο πιο νέο CD του, που αποκαλείται “Evolver” [OrbisMusicRecords, 2024] o Råberg θα μας συστήσει το νέο δεκαμελές σχήμα του – ένα tentet δηλαδή.
Μέλη, λοιπόν του νέου γκρουπ είναι οι Fernando Brandão φλάουτο, άλτο & μπάσο φλάουτα, Allan Chase σοπράνο, άλτο & βαρύτονο σαξόφωνα, Stephen Byth τενόρο σαξόφωνο, κλαρίνο, Peter Kenagy τρομπέτα, φλούγκελχορν, Randy Pingrey τρομπόνι, Charlotte Lang μπάσο κλαρίνο, Nate Radley κιθάρα, Anastassiya Petrova πιάνο, B3 όργανο, Bruno Råberg κοντραμπάσο και Gen Yoshimura ντραμς. Τώρα, δίπλα σ’ αυτούς τους δέκα οργανοπαίκτες παρατάσσονται ως guests και η Kris Davis σε πιάνο, προετοιμασμένο πιάνο, με τον Walter Smith III σε τενόρο σαξόφωνο, οπότε αντιλαμβάνεστε πως εδώ έχουμε μια μεσαία ορχήστρα, με τεράστιες δυνατότητες κάλυψης ηχοχρωμάτων.
Στο “Evolver” καταγράφονται έξι συνθέσεις στο πρώτο μέρος του, συν μια τετραμερή σουίτα (“The Echoes Suite”) στο δεύτερο, με όλο το υλικό να είναι συντεθειμένο και ενορχηστρωμένο από τον Råberg.
Ένα πρώτο, που πρέπει να πούμε για το άλμπουμ είναι πως έχει διάφορες ελληνικές αναφορές. Για παράδειγμα, το πρώτο track αποκαλείται “Peripeteia”, ενώ υπάρχουν και tracksElegy” και “Erebus”, με την σουίτα, επίσης, να αποκαλείται “The Echoes Suite”. Υπάρχουν όμως και άλλες αναφορές, ινδικές φερ’ ειπείν, στο trackMode natakapriya” (με επιρροές από την καρνατική παράδοση) και φυσικά παρόν δηλώνει εδώ και το... τζαζ οπλοστάσιο, από την πιο λυρική έως και την πιο προχωρημένη πλευρά του.
Τα πρώτα έξι κομμάτια διακρίνονται πάντως για τον χαλαρό, λυρικό και συναισθηματικό χαρακτήρα τους, καθώς ακόμη και tracks με... σκοτεινή ονομασία (“Erebus”) διαθέτουν μια αφηγηματική γλαφυρότητα, ικανή να συντροφεύσει τον ακροατή, δημιουργώντας του θετικά vibes.
Στην περίπτωση όμως της σουίτας η κατεύθυνση αλλάζει. Εδώ έχουμε πιο προχωρημένα «διαβάσματα», που κατανοούνται από το πρώτο κιόλας μέρος, όταν η Kris Davis αυτοσχεδιάζει σε προετοιμασμένο πιάνο. Γενικώς, όμως, οι διατυπώσεις του Råberg, και εδώ, αν και εμφανίζουν μιαν «ελευθερία» (“Echoes II”), στην πράξη ακούγονται σαν ψαγμένες και ολοκληρωμένες συνθέσεις. Κάτι που το αντιλαμβάνεσαι εξ ολοκλήρου στο τελευταίο μέρος (“Echoes IV”), που κινείται σε κλασικά τονικά περιβάλλοντα, χωρίς ποτέ να απεμπολεί την ευφράδεια και την γλαφυρότητά του.
Επαφή: www.brunoraberg.com

Δευτέρα 6 Μαΐου 2024

DINE DONEFF η σουίτα του Γεντί Κουλέ

Τέταρτη έκδοση στην δική του neRED music (διανομή από την AN Music), για τον κοντραμπασίστα βασικά Dine Doneff (γνωστός παλαιότερα και ως Κώστας Θεοδώρου). Λέμε για το CD Suite Yedi (2024), που ακολουθεί τα “Lost Anthropology” (2023), “In / Out” (2019) και “Rousilvo” (2017), και που είναι ηχογραφημένο ζωντανά, στις 3 Σεπτεμβρίου 2023, στην πόλη Veles της Βόρειας Μακεδονίας.
Σ’ αυτό το άλμπουμ, δηλαδή σ’ αυτή την παράσταση, ο Doneff (που χειρίζεται ηλεκτρική κιθάρα, κοντραμπάσο, ντραμς και κρουστά), συνεργάζεται με τον άλτο σαξοφωνίστα James Wylie (Νεοζηλανδός, που ζει στην Θεσσαλονίκη και που τον γνωρίζουμε από τις ελληνικές εγγραφές του με Yako Trio, Million Hollers, Meating for Business, Μαρία Θωίδου κ.ά.) και την Maria Dafka, που χειρίζεται bayan (είδος χρωματικού ακορντεόν), αποδίδοντας όλοι μαζί μια οκταμερή σουίτα, που αποκαλείται “Suite Yedi”, δηλαδή σουίτα του... Γεντί Κουλέ.
Παρότι οι συνθέσεις του Dine Doneff δεν έχουν λόγια, από τον τίτλο του δίσκου, το εξώφυλλο και βεβαίως από τους τίτλους των συνθέσεων, όλοι αντιλαμβάνονται πως εδώ υπάρχει concept, σχετικό με την έννοια του αποκλεισμού, της εξορίας, της φυλάκισης, των χαμένων ευκαιριών και της καταπίεσης για λόγους ιδεολογικούς και πολιτικούς (κυρίως, αλλά όχι μόνο), που μπορεί να αφορούν, άλλοτε, άτομα και άλλοτε κοινωνικές ή και εθνοτικές ομάδες. Αυτά τα συναισθήματα του «αποκλεισμένου» επιχειρεί να εκφράσει η μουσική του Dine Donnef – και τούτο όχι μέσα από την αγανάκτηση ή την οργή, αλλά κυρίως μέσα από την πίστη στον αγώνα, για ένα καλύτερο αύριο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η μουσική τού Donnef, που μπορεί να εμπεριέχει και στοιχεία αυτοσχεδιασμού, δεν είναι εικονοκλαστική, και σκληρά improv, αλλά αρκούντως λυρική και συναισθηματική, δημιουργώντας περισσότερο μια ελεγειακή προοπτική – μέσα στην οποία μπορεί να χωρά και ο τρόπος να συναισθάνεσαι εκείνον που υποφέρει, αλλά και ο τρόπος να του ανοίγεις διεξόδους και προοπτικές.
Από ηχητικής πλευράς έχουμε, κυρίως, σαξόφωνο, με μπαγιάν, κρουστά και κοντραμπάσο, σε ωραίους μελωδικούς συνδυασμούς, μαζί με απολύτως λελογισμένες φάσεις σόλι, με αναφορές οπωσδήποτε φολκλορικές-βαλκανικές και βεβαίως τζαζ, ακόμη και ηλεκτρικής (όταν ακούγεται ηλεκτρική κιθάρα), όπως συμβαίνει στο “Yaros”, για παράδειγμα, με κομμάτια (μέρη της σουίτας δηλαδή) σαν το “Howl”, εκεί στη μέση, να δημιουργούν μία φόρτιση, που την αντιλαμβάνεσαι σωματικά και ψυχολογικά (προφανώς θα κινητοποιούσε με μεγαλύτερη ένταση στο live) και η οποία αποσβένει, σταδιακά, μέσα από ένα σόλο-κοντραμπάσο.
Ένα σε γενικές γραμμές χαμηλών τόνων άλμπουμ είναι το “Suite Yedi” του Dine Doneff και των συνεργατών του, που μπορεί να μεταφέρει εικόνες και συναισθήματα μ’ έναν καίριο και ασφαλή τρόπο.
Επαφή: www.dinedoneff.com, www.neredmusic.eu

Κυριακή 5 Μαΐου 2024

η μεγάλη εποχή των δίσκων του Δημοτικού Τραγουδιού, στη δεκαετία του ’70 – Τάκης Καρναβάς, Σοφία Κολλητήρη, Στάθης Κάβουρας, Βασίλης Σούκας, Φιλιώ Πυργάκη, Αλέκος Κώστας, Βάσω Χαρακίδα, Θανάσης Βαρσαμάς κ.ά. σε συγκλονιστικές ηχογραφήσεις

Ελληνικά δημοτικά τραγούδια ηχογραφούνται σε δίσκους από το ξεκίνημα της δισκογραφίας, πριν από εκατό και βάλε χρόνια, και κάθε δεκαετία έχει να προτάξει τους δικούς της καλλιτέχνες και το δικό της υλικό.
Αν η δεκαετία του ’60 ήταν η δεκαετία του μικρού δίσκου 45 στροφών, η δεκαετία του ’70 ήταν η δεκαετία των LP και της κασέτας, της κλασικής και της... χοντροκασέτας των 8-track (να μην τις ξεχνάμε κι αυτές). Βινύλια και κασέτες έδιναν κι έπαιρναν και στα χρόνια του ’80, ενώ μετά ήρθε η σειρά του CD... και τώρα δεν ξέρω τι. Φαντάζομαι, όμως, πως οι ψηφιακές λίστες και τα στικάκια θα έχουν αντικαταστήσει πλέον όλες τις υλικές μορφές στις συγκεντρώσεις των ανθρώπων, που θέλουν να διασκεδάσουν με δημοτικά τραγούδια (σε σπίτια, σε κέντρα ή όπου αλλού).
Το δημοτικό ακουγόταν και αναπτυσσόταν, για δεκαετίες, βασικά σε τρία σημεία: σε κέντρα, πανηγύρια-λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμους, βαφτίσια κ.λπ.) και δισκογραφία. Εντάξει, σήμερα μπορεί να έχει ατονήσει η τελευταία, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν ηχογραφούνται και καινούρια δημοτικά και δεν γίνονται νέες παραγωγές.
Ένα βασικό που πρέπει να πούμε είναι πως το δημοτικό τραγούδι της διασκέδασης, εδώ και δεκαετίες εξάλλου, είναι επώνυμο. Είναι γραμμένο δηλαδή από συνθέτες και στιχουργούς, έχοντας μετατραπεί σε... λαϊκοδημοτικό. Η λέξη δεν σημαίνει μόνο την σύμπνοια του δημοτικού τραγουδιού με το κλασικό λαϊκό τραγούδι (υπό την έννοια μιας κάποιας επιρροής ή και ενός πιο εξελιγμένου fusion), αλλά και την μετατόπιση της δημιουργίας από τον ανώνυμο τραγουδοποιό στον επώνυμο.
Όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες του δημοτικού, τα τελευταία 60 χρόνια –ας βάλουμε ένα τέτοιο χρονικό όριο– θα έλεγαν και κλασικά δημοτικά τραγούδια, αλλά κυρίως θα έλεγαν σύγχρονα, ανανεώνοντας κατά πολύ το ρεπερτόριο και σε στιχουργικά θέματα και σε μουσικές-ενοργανώσεις.
Βασίλης Σούκας
Επίσης κάτι πολύ βασικό, που πρέπει να διευκρινιστεί. Όταν λέμε δημοτικό τραγούδι, δεν εννοούμε τα κρητικά, τα νησιώτικα, τα μακεδονίτικα, τα θρακιώτικα ή τα ποντιακά. Όλα δημοτικά μπορεί να είναι, αλλά ο όρος δημοτικό τραγούδι κολλάει περισσότερο με τα τραγούδια από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Ρούμελη και τον Μοριά.
Αυτό μπορεί να μοιάζει τυπικό και να μην εφαρμόζεται σήμερα στην πράξη, πάνω στο γλέντι, εκεί όπου επικρατεί ένας αισθητικός αχταρμάς –καθώς μπορεί ν’ ακούσεις μαζί τσάμικα, νησιώτικα, κρητικά, ζεϊμπέκικα, τσιφτετέλια και... τραπ–, αλλά είναι ουσιαστικό, γιατί έχει να κάνει με τις ευρύτερες επιρροές (σλάβικες, ανατολίτικες κ.λπ.), τα όργανα βεβαίως που χρησιμοποιούνται, τους τρόπους τραγουδίσματος, για να μην πούμε και για τους ρομά μουσικούς, που αποτελούσαν (και αποτελούν) τους μισούς τουλάχιστον από τους δημοτικούς οργανοπαίκτες της νότιας ηπειρωτικής χώρας, και που δεν θα τους άκουγες ποτέ να παίζουν ποντιακά ή κρητικά.
Η δεκαετία του ’70 είναι η δεκαετία όπου το δημοτικό τραγούδι αναπτύσσεται ακόμη με ένταση στην Πρέβεζα, στην Άρτα, στη Λιβαδειά, στο Μεσολόγγι, στο Αγρίνιο, στην Πάτρα, στον Πύργο, στην Κόρινθο, στη Χαλκίδα, στη Λαμία και σε άλλες μεγάλες πόλεις και περιοχές της κεντρικής, νότιας και δυτικής χώρας, όπως στο Ξηρόμερο ας πούμε (Μοναστηράκι) ή στα χωριά του Βάλτου.
Βασικά λέμε για το τραγούδι που χορεύουν (και) οι χουντικοί –ο Παπαδόπουλος ήταν από το Ελαιοχώρι της Αχαΐας, ενώ ο Μακαρέζος ήταν από τη Γραβιά της Φωκίδας– και γι’ αυτό πέφτει πάνω του μια άδικη ρετσινιά. Εν αντιθέσει θέλω να πω με τα μακεδονίτικα, τα θρακιώτικα ή και με τα ηπειρώτικα ακόμη, που είχανε μπει μέχρι και στα στέκια των ροκάδων, στην αρχή της δεκαετίας του ’70, στο Rodeo και στο Κύτταρο (Δόμνα Σαμίου, Τάσος Χαλκιάς, Ανάκαρα κ.ά.), το τραγούδι του Μοριά και της Ρούμελης δεινοπάθησε μια εποχή, για να αποβάλλει από πάνω του τη σύνδεσή του με τους συνταγματάρχες. Μπορεί να γράφονταν αναλύσεις επί αναλύσεων για τα κρητικά ριζίτικα, ας πούμε, που είχαν συνδεθεί στενά με τον αντιχουντικό αγώνα («Πότε θα κάνη ξαστεριά» κ.λπ.), όμως τα τσάμικα και τα καλαματιανά ήταν οπωσδήποτε «σημαδεμένα» στις τάξεις των διανοουμένων (και βασικά της αριστερής ιντελιγκέντσιας). 

Σάββατο 4 Μαΐου 2024

MODNEY κορυφαίος βιολιστής κινούμενος μεταξύ προχωρημένης jazz και σύγχρονης κλασικής

Στο ρόστερ της Pyroclastic Records, μιας εκ των σοβαροτέρων εταιρειών της σύγχρονης avant-jazz, ανήκει πλέον και ο Modney. Ένας βιολιστής, που κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ προχωρημένης jazz και σύγχρονης κλασικής, και που εδώ, στο blog, τον γνωρίζουμε από την παρουσία του στο “Smoke Gets in Your Eyes” (2022), του πιανίστα, συνθέτη και αυτοσχεδιαστή Cory Smythe.
Το Ascending Primes (2024), που είναι double CD (με τρία και δύο tracks ανά δίσκο), περιέχον κι ένα άψογο εικαστικώς 28σέλιδο booklet, είναι η πιο νέα προσφορά του Modney, ένα πολύ δυναμικό, πολύ πειραματικό και πολύ ιδιαίτερο έργο, που αποκλείεται να σε αφήσει αδιάφορο ή ασυγκίνητο. Κυρίως, γιατί το πείραμα του Modney έχει στόχο, δίχως να είναι αυτοαναφορικό, μα ούτε και ετεροκαθοριζόμενο – υπό την έννοια πως ο Modney συνθέτει και τα πέντε tracks του “Ascending Primes”, για τελείως διαφορετικά μεταξύ τους σχήματα.
Έτσι, το εισαγωγικό 7λεπτο “Ascender” αποδίδεται μόνον από τον ίδιο τον Modney, που παίζει σόλο βιολί με πεντάλι distortion, το 9λεπτο “Lynx” αφορά σ’ ένα τρίο, που το απαρτίζουν οι Modney βιολί, Mariel Roberts τσέλο και Sam Pluta ηλεκτρονικά, με το 25λεπτο “Everything around it moves”, που κλείνει το πρώτο CD να αποδίδεται από τους Modney βιολί, Gabriela Díaz βιολί, Kyle Armbrust βιόλα, Mariel Roberts τσέλο και Cory Smythe πιάνο.
Και για να πάμε και στο δεύτερο CD... Εδώ έχουμε το 27λεπτο “Fragmentation and the single form”, που αποδίδεται από το σεπτέτο των Charmaine Lee φωνή, ηλεκτρονικά, Ben LaMar Gay κορνέτα, συνθεσάιζερ, Modney βιολί με distortion, Erica Dicker βιολί, Cory Smythe πιάνο, Dan Peck τούμπα και Kate Gentile ντραμς, συν το 33λεπτο “Event horizon”, γραμμένο για τους Anna Webber τενόρο σαξόφωνο, Nate Wooley τρομπέτα, David Byrd-Marrow κόρνο, Dan Peck τούμπα, Modney βιολί, Eddy Kwon βιολί,, Joanna Mattrey βιόλα, Mariel Roberts τσέλο, Lester St. Louis τσέλο, Cory Smythe πιάνο και Kate Gentile ντραμς.
Με τέτοιες line-ups είναι φανερό πως στο “Ascending Primes” θα γίνεται «το σώσε». Και όντως, αφού το πρώτο CD διαθέτει τρία εκπληκτικά κομμάτια ηλεκτρονικής improv-jazz, για τα οποία θα μπορούσε να πεις πως διαθέτουν ροκ έπαρση, με συνεχή δυναμικά ξεσπάσματα, που φθάνουν έως τα όρια του noise, και όλα τούτα δίχως να ακούς ποτέ κάτι το παράξενο... για το παράξενο, και ακατέργαστο... για το ακατέργαστο. Όχι. Η μουσική είναι απολύτως... λογική, δίχως να «κλωτσάει» τον αμύητο ακροατή, προσφέροντας μόνον ευχαρίστηση και απόλαυση.
Όσον αφορά το δεύτερο CD, και ιδίως προς το τέλος του, αυτό εμπίπτει περισσότερο στην σύγχρονη avant, με την jazz να πρωταγωνιστεί βεβαίως κατά τόπους, βασικά μέσω των πνευστών (έξοχος ο Nate Wooley στην τρομπέτα) και με τη μουσική, γενικώς, να παραμένει δυναμική, εκρηκτική και απρόβλεπτη, δίχως να χάνει ποτέ την επαφή της με την πραγματικότητα. Μ’ εκείνο, εννοούμε, που αναμένει ν’ ακούσει ο καθείς από αυτές τις ομάδες των παικτών και από έναν συνθέτη του διαμετρήματος του Modney.
Για μιαν ακόμη φορά ένα σπουδαίο άλμπουμ από την Pyroclastic Records.
Επαφή: www.modney.art, www.pyroclasticrecords.bandcamp.com